ανολβιος

ανολβιος
    ἀνόλβιος
    2
    Her. = ἄνολβος См. ανολβος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανολβιος" в других словарях:

  • ανόλβιος — ἀνόλβιος, ον (Α) ο άνολβος* …   Dictionary of Greek

  • ἀνόλβιος — ἄνολβος unblest masc/fem nom sg ἀνόλβιος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνολβος — ἄνολβος κ. ἀνόλβιος, ον (Α) [όλβος] δυστυχής, άθλιος, άτυχος 2. άπορος, φτωχός …   Dictionary of Greek

  • ανολβία — ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος] έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια …   Dictionary of Greek

  • ἀνολβίου — ἄνολβος unblest masc/fem/neut gen sg ἀνόλβιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνόλβιοι — ἄνολβος unblest masc/fem nom/voc pl ἀνόλβιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»